- ουρητικός
- -ή, -ὁ (Α οὐρητικός, -ή, -όν) [ουρητός]νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα ή στην ούρηση («ουρητικό σύστημα»)αρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που έχει την τάση να ουρεί συχνά ή να ουρεί πολύ2. αυτός που διευκολύνει ή προκαλεί έκκριση ούρων, διουρητικός3. όμοιος με τα ούρα4. φρ. «ἀγγεῑον ή πόρος οὐρητικός» — η ουρήθρα.
Dictionary of Greek. 2013.